- γαλιφίζω
- καλοπιάνω, κολακεύω κάποιον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλιφίζω — [γαλίφης] γαλιφεύω* … Dictionary of Greek